-
1 училище
училищес ἡ σχολή, τό σχολεῖο[ν]:ремесленное \училище ἡ ἐπαγγελματική σχολή· педагогическое \училище τό διδασκαλεϊθ[ν]· мореходное \училище ἡ σχολή ἐμπορικοὔ ναυτι-κοῦ· художественное \училище ἡ σχολή καλών τεχνών военное \училище а) ἡ στρατιωτική σχολή, б) ἡ σχολή τῶν Ευελπίδων (в Греции)· техническое \училище ἡ τεχνική σχολή· военно-морское \училище а) ἡ ναυτική σχολή, б) ἡ σχολή των Δοκίμων (в Греции)· авиационное \училище а) ἡ σχολή ἀεροπόρων, б) ἡ σχολή τῶν 'Ικάρων (в Греции \училище военное). -
2 школа
школ||аж в разн. знач. ἡ σχολή, τό σχολειό, τό σχολεῖο[ν]:начальная \школа τό δημοτικό σχολείο· неполная средняя \школа τό ἐπτατάξιο σχολείο· средняя \школа τό γυμνάσιο[ν]· вечерняя \школа ἡ νυκτερινή σχολή· общеобразовательная \школа с техническим уклоном τό πρακτικόν λύκειον специальная \школа ἡ είδική σχολή· высшая \школа ἡ ἀνωτάτη σχολή· юридическая \школа ἡ νομική σχολή· директор \школа-ы ὁ σχολάρχης, ὁ διευθυντής σχολής (или σχολείου)· ходить в \школау πηγαίνω στό σχολείο· учиться в \школае σπουδάζω· отдать кого́-л. в \школау στέλνω στό σχολείο· окончить \школау τελειώνω τό σχολείο, ἀποφοιτώ σχολή· пройти́ хорошую \школау перен περνώ καλή. σχολή· создать свою \школау δημιουργώ δική μου σχολή. -
3 школа
-ы θ.1. σχολείο•начальная школа δημοτικό σχολείο•
средняя школа το μεσαίο σχολείο (γυμνάσιο)•
ходить в -у πηγαίνω σχολείο•
школа неполная средняя школа το επτατάξιο σχολείο (επταετούς• φοίτησης)•
вечерняя школа βραδινό σχολείο.
2. σχολή•музыкальная школа μουσική σχολή•
высшая школа ανώτερη σχολή•
ремесленная επαγγελματική σχολή.
3. μτφ. απόκτηση πείρας•он прошл -у испытаний αυτός πέρασε το σχολείο δοκιμασιών•
пройти -у жизни περνώ το σχολείο της ζωής.
4. μτφ. ρεύμα•фламандская школа в живописи η φλαμανδική σχολή ζωγραφικής.
5. (γεωπ.) φυτώριο. -
4 школа
1. (учебное воспитательное учреждение) το σχολείοвечерняя - βραδυνό -, θερινό -2. (специали-зированное учебное заведение) η σχολή 3. (система, метод) η σχολή, ημέθοδος, το σύστημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > школа
-
5 школа
школа ж το σχολείο; η σχολή (училище)' \школа-интернат το οικοτροφείο* начальная \школа το δημοτικό σχολείο; средняя \школа το σχολείο μέσης εκπαίδευσης; высшая \школа η ανώτατη σχολή* * *жτο σχολείο; η σχολή ( училище)шко́ла-интерна́т — το οικοτροφείο
нача́льная шко́ла — το δημοτικό σχολείο
сре́дняя шко́ла — το σχολείο μέσης εκπαίδευσης
вы́сшая шко́ла — η ανώτατη σχολή
-
6 училище
-а ουδ.σχολή•педагогическое -το διδασκαλείο•
военное училище η στρατ ιωτική σχολή•
ремесленное училище επαγγελματική σχολή•
высшее техническое училище Λνώτατη τεχνική σχολή.
-
7 факультет
-а α.σχολή (ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος)•биологический факультет βιολογική σχολή•
химический факультет σχολή χημείας•
юридический факультет νομική σχολή.
-
8 академия
1. (высшее научное учреждение, вуз) η Ακαδημία 2. (военная) η ανώτατη στρατιωτική σχολήморская - η σχολή των ναυτικών δοκίμων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > академия
-
9 курсы
курсыт.к. мн. ἡ σχολή, τά μαθήματα:\курсы иностранных языков ἡ σχολή τῶν ξένων γλωσσών вечерние \курсы ἡ νυκτερινή σχολή, τά νυχτερινά μαθήματα· подготовительные \курсы τό φροντιστήριο. -
10 факультет
факультетм ἡ σχολή (τοῦ πανεπιστημίου):биологический \факультет ἡ βιολογική σχολή· юридический \факультет ἡ νομική σχολή. -
11 курс
-а α.1. κατεύθυνση, πορεία•держать ή взять курс на север κατευθύνομαι προς το βορά.
2. βασική πολιτική κατεύθυνση•курс на индустриализацию страны βασική πολιτική κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας.
3. μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων).4. πλήρης κύκλος διδασκαλίας•он кончил курс гимназии αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο.
5. έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)•перейти на четвёртый курс περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρτο έτος.
|| οι φοιτητές•второй курс пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση.
6. θεραπεία•курс лечения η προβλεπόμενη θεραπεία.
7. αξία, τιμή•биржевой курс οι τιμές του χρηματιστηρίου.
8. σχολή• μαθήματα•-ы иностранных языков σχολή ξένων γλωσσών•
-ы кройки и шитья σχολή κοπτικής και ραπτικής.
εκφρ.быть в -е – είμαι ενήμερος, γνώστης•держать в -е кого – κρατώ ενήμερον κάποιον. -
12 автомотошкола
η σχολή οδήγησης αυτοκινήτων και δικύκλωνразг. η σχολή οδηγώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > автомотошкола
-
13 институт
1. (учебное заведение, научное учреждение) η ανωτάτη σχολή, το ανώτατο ίδρυματο Ινστιτούτο2.(социальный) о θεσμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > институт
-
14 мореходный
αξιόπλοος, πλόιμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мореходный
-
15 вуз
вуз м (высшее учебное заведение) το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, η ανώτατη σχολή* * *м(вы́сшее у́чебное заведе́ние) το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, η ανώτατη σχολή -
16 выходной
выходной: \выходной день η (η)μέρα ανάπαυσης (αργίας), η σχόλη, το ρεπό \выходнойое платье το καλό φόρεμα \выходнойое пособие η αποζημίωση* * *выходно́й день — η (η)μέρα ανάπαυσης (αργίας), η σχόλη, το ρεπό
выходно́е пла́тье — το καλό φόρεμα
••выходно́е посо́бие — η αποζημίωση
-
17 досуг
досуг м η σχόλη, η σκόλη, η ανάπαυση в часы \досуга σε ώρα σχόλης на \досуге σε καιρό ανάπαυσης* * *мη σχόλη, η σκόλη, η ανάπαυσηв часы́ досу́га — σε ώρα σχόλης
на досу́ге — σε καιρό ανάπαυσης
-
18 нерабочий
-
19 ПТУ
ПТУ (профессионально-техническое училище) η τεχνική επαγγελματική σχολή* * *(профессиона́льно-техни́ческое учи́лище) η τεχνική επαγγελματική σχολή -
20 свободный
свободный 1) в рази. знач. ελεύθερος, λεύτερος; \свободный доступ η ελεύθερη είσοδος; \свободныйое время о ελεύθερος χρόνος, η σχόλη; вход \свободный η ελεύθερη είσοδος 2) (не занятый) ελεύθερος, κενός, άδειος* * *1) в разн. знач. ελεύθερος, λεύτεροςсвобо́дный до́ступ — η ελεύθερη είσοδος
свобо́дное вре́мя — ο ελεύθερος χρόνος, η σχόλη
вход свобо́дный — η ελεύθερη είσοδος
2) ( не занятый) ελεύθερος, κενός, άδειος
См. также в других словарях:
σχόλη — σχόλη, η και σκόλη, η μέρα γιορτής ή γενικά μέρα ανάπαυσης: Θα ρθω να σε δω αύριο που έχουμε σκόλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχολή — leisure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
σχόλη — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * και σκόλη, η, Ν 1. ανάπαυση 2. (κατ επέκτ.) ημέρα αργίας, γιορτή· [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή* με σημ. «απραξία,… … Dictionary of Greek
σχολή — η 1. σχολείο και ειδικότερα της ανώτερης βαθμίδας: Φοιτά στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. 2. ελεύθερος χρόνος, αργία. 3. τεχνοτροπία ή κάποιο σύστημα (οικονομικό, φιλοσοφικό, πολιτικό κτλ.) καθώς και οι οπαδοί του: Ο Σολωμός θεωρείται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχολῇ — σχολάζω to have leisure fut ind mid 2nd sg (doric) σχολάζω to have leisure fut ind act 3rd sg (doric) σχολή leisure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωμαϊκή σχολή — Σχολή ζωγραφικής στην οποία ανήκε μια ομάδα ζωγράφων και γλυπτών, Ιταλών και ξένων, που ζούσαν στη Ρώμη. Η δραστηριότητα της σχολής εντοπίζεται χρονολογικά από το 1930 έως το 1945. Βασικοί πρωτεργάτες της σχολής υπήρξαν οι ζωγράφοι Σκιπιόνε… … Dictionary of Greek
αισιόδοξη οικονομική σχολή — Σχολή της πολιτικής οικονομίας που υποστήριξε ότι με την οικονομική εξέλιξη θα υπάρξουν ευεργετικά αποτελέσματα για όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Κυριότεροι εκπρόσωποι της υπήρξαν ο Γάλλος γιατρός και οικονομολόγος Φρανσουά Κενέ (1694 1774), ο… … Dictionary of Greek
κλασική οικονομική σχολή — Σχολή οικονομικής ερμηνείας των πολιτικών γεγονότων που είχε ως αφετηρία τους φυσιοκράτες, συνεχίστηκε με τους Σμιθ, Μάλθους, Ρικάρντο, Μπαστιά, Μιλ και είχε υποστηρικτές έως τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. εμποροκρατία· Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ,… … Dictionary of Greek
Σιβιτανίδειος, Σχολή — σχολή τεχνών και επαγγελμάτων που βρίσκεται στην Aθήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σχολή Εμποροπλοιάρχων Κύμης — Παράλιος οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 60), στην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Κύμης … Dictionary of Greek